Τουλόν

Τουλόν
Τουλων (-ώνος) η г. Тулон

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "Τουλόν" в других словарях:

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Προβηγκία — (Provence). Ιστορική περιοχή της νοτιοανατολικής Γαλλίας και αρχαία επαρχία του βασιλείου πριν από τη Γαλλική επανάσταση. Σήμερα διαιρείται στους νομούς Μπους ντι Ρον, Βαρ, Άλπεων της Άνω Π., Παραθαλάσσιων Άλπεων και περιλαμβάνει μεγάλο τμήμα του …   Dictionary of Greek

  • λιμάνι — Προστατευμένη φυσική ή τεχνητή περιοχή σε παραλία, σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή των πλοίων, όπου μέσω λιμενικών εγκαταστάσεων, τα πλοία έχουν τη δυνατότητα φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, μεταφοράς επιβατών,… …   Dictionary of Greek

  • Βαλντέκ, Ζαν-Φρεντερίκ — (Jean Frederic Waldek, Αυστρία 1766 – 1875). Γάλλος περιηγητής και ζωγράφος. Σε νεαρή ηλικία περιηγήθηκε μεγάλο μέρος της Αφρικής και έφτασε έως το ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας. Αργότερα εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου σπούδασε ζωγραφική. Πήρε… …   Dictionary of Greek

  • Βανλό ή Βαν-Λόο — (Vanloo ή Van Loo). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων ζωγράφων φλαμανδικής καταγωγής. 1. Αμεντέ (Amendι, Τορίνο 1719 – Παρίσι 1796). Ήταν μαθητής του ζωγράφου πατέρα του Ζαν Μπατίστ. Το 1474 έγινε μέλος της βασιλικής Ακαδημίας και έζησε στην αυλή του… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλίας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας που εδρεύει στο Παρίσι.Ιδρύθηκε το 1963 με την έκδοση Ιδρυτικού Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, στη δικαιοδοσία του οποίου και υπάγεται. Περιλαμβάνει,… …   Dictionary of Greek

  • Κόστα, Λούθιο — (Lùcio Costa, Τουλόν, Γαλλία 1902 – Ρίο ντε Τζανέιρο 1998). Βραζιλιάνος αρχιτέκτονας και πολεοδόμος. Επηρεασμένος από τον ευρωπαϊκό αρχιτεκτονικό ορθολογισμό, υπήρξε ο εμψυχωτής μιας ομάδας νέων που διέδωσαν στη Βραζιλία τις αντιλήψεις του Λε… …   Dictionary of Greek

  • Μπρινετιέρ, Φερντινάν — (Ferdinand Brunetiere, Τουλόν 1849 – Παρίσι 1906). Γάλλος κριτικός και ιστορικός της γαλλικής λογοτεχνίας. Από τους 30 περίπου τόμους του, από την έδρα της Ecole Normale Superieure και από τις σελίδες της Επιθεώρησης των δύο κόσμων (Revue des… …   Dictionary of Greek

  • Ναπολέων Α’, ο Μέγας — (Napoleon I Bonaparte, Αιάκιο, Κορσική 1769 – Αγία Ελένη 1821). Αυτοκράτορας των Γάλλων, δευτερότοκος γιος του Καρόλου Βοναπάρτη και της Λετίτσια Ραμορίνο. Αφού φοίτησε στις στρατιωτικές σχολές του Μπριέν, του Παρισιού και της Βαλάνς (όπου… …   Dictionary of Greek

  • Νέλσον, Οράτιο — (Viscount Horatio Nelson, Μπέρναμ Θορπ, Νόρφολκ 1758 – Τραφάλγκαρ 1805). Άγγλος ναύαρχος. Έπειτα από πολλές ναυτικές περιπέτειες, απέκτησε δόξα στους πολέμους εναντίον της επαναστατικής και ναπολεόντειας Γαλλίας. Διακρίθηκε στην κατάληψη της… …   Dictionary of Greek

  • Ρεμί — (Raimu, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Jules Muraire, Τουλόν 1883 – Παρίσι 1946). Γάλλος ηθοποιός του βαριετέ, του θεάτρου και του κινηματογράφου. Αφού έγινε δημοφιλέστατος ως ηθοποιός του βαριετέ, παρουσιάστηκε με επιτυχία και στο θέατρο πρόζας,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»